slider

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΦΙΑ

Μπορείτε να διαβάσετε το νόμο, εδώ 


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΕΝΦΙΑ

Το νομοσχέδιο για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων, έστω και με απώλειες, τελικά ψηφίστηκε, παρότι αυξάνει τους φόρους από το προσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα το καλοκαίρι, και αποτελεί νόμο του κράτους. Από την 1.1.2014 ουσιαστικά «καταργείται» ή μάλλον τίθεται υπό περιορισμό το λεγόμενο δικαίωμα στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας.  Το δικαίωμα αυτό βαίνει μειούμενο έως εξαφάνισης, όσο πιο φτωχός είναι κάποιος και αντίστροφα.  Όσο πιο οικονομικά εύπορος είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολο θα του είναι να διατηρήσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που έχει.

Για να σημειώσουμε τα νέα δεδομένα που θα φέρει ο ΕΝΦΙΑ θα πρέπει καταρχάς να πούμε πως το περίφημο χαράτσι, που θα ήταν έκτακτο και για δύο χρόνια, σύμφωνα και με τον ανθύπατο Μπένυ, μονιμοποιείται και επεκτείνεται. Από εδώ και στο εξής κάθε χρόνο όποιος έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του ή ένα κομμάτι γης, θα επισκέπτεται σταθερά το γκισέ της εφορίας. Ενώ, το χαράτσι επεκτείνεται και σε όσους έχουν οικόπεδα, αγροτεμάχια ή ακίνητα μη ηλεκτροδοτούμενα. Χαρακτηριστικό είναι ότι βάζει φόρο ακόμα και σε ημιτελή κτίσματα και σε όσους δεν έχουν οικοδομήσει μέχρι εξάντλησης τη δόμηση στα οικόπεδα των κατοικιών τους.

Ενώ, τα αγροτεμάχια εκτός σχεδίου, ακόμα και αν χρησιμοποιούνται για αγροτική παραγωγή, επιβαρύνονται όταν απέχουν μέχρι 800 μέτρα από τη θάλασσα. Επίσης, καθιερώνει συντελεστές απομείωσης των φόρων στις μεγάλες ιδιοκτησίες (κτίρια άνω των 500 μέτρων), απαλλαγή από το φόρο των ιδιοκτησιών που ανήκουν στην εκκλησία ή σε εταιρείες (ΝΠΙΔ) που δηλώνουν φιλανθρωπικό, αθλητικό ή πολιτιστικό έργο. Μειώνει το φόρο μεταβίβασης που πλήρωνε ο αγοραστής από μέσο όρο 10% σε 3%, την ίδια ώρα που με βάση διάταξη που ψηφίστηκε τον Ιούλη του  2013,  από 1/1/2014 ο πωλητής θα πληρώνει φόρο υπεραξίας για το ποσό που έλαβε από την πώληση ακίνητης περιουσίας.

Είναι φανερό ότι οι στόχοι δεν είναι μόνο εισπρακτικοί, αλλά στοχεύουν και στη διευκόλυνση της συγκέντρωσης της ακίνητης περιουσίας αγοραστών που θέλουν  να κερδοσκοπήσουν με αγοραπωλησίες  με τις σημερινές πεσμένες  τιμές ακινήτων, να εκμεταλλευτούν παραλιακές αγροτικές εκτάσεις για τουριστική οικοδόμηση, να αγοράσουν κοψοχρονιάς ακίνητα που οι σημερινοί ιδιοκτήτες τους δεν θα μπορούν να αποπληρώνουν τον ΕΝΦΙΑ ή και μαζί τις δόσεις δανείων.

Το παράλογο είναι πως δεν υπάρχει κανενός είδους διάκριση ή διαφοροποίηση στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται ο φόρος ανάλογα αν πρόκειται για ιδιοκτησία που σου αποφέρει εισόδημα ή απλά καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς σου. Στον καπιταλισμό άλλωστε η ισότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση. Όλοι αντιμετωπίζονται χωρίς διακρίσεις είτε το σπίτι τους το χρησιμοποιούν για να μείνουν είτε για να το νοικιάσουν.

Ο ΕΝΦΙΑ λοιπόν δεν προβλέπει αφορολόγητο όριο και δεν προστατεύει την πρώτη κατοικία, που σε συνδυασμό με την άρση προστασίας της από τους πλειστηριασμούς θα επιφέρει μεγάλη αναστάτωση. Επίσης σαν βάση υπολογισμού του, έχει τις λεγόμενες αντικειμενικές αξίες οι οποίες είναι κατά πολύ υψηλότερες των πραγματικών-σε ορισμένες περιπτώσεις έως και 70% υψηλότερες- ενώ υπάρχουν και μεγάλες στρεβλώσεις στον καθορισμό τους με συστηματική προσπάθεια αύξησής τους στις λαϊκές περιοχές και μείωσής τους στις πλούσιες όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Επιπλέον, η φορολόγηση που αφορά τα ακίνητα από 850 εκατομμύρια που ήταν το 2010 προβλέπεται να φτάσουν το 2014 τα 3,2 δις, αύξηση που από μόνη της σαν στοιχείο δείχνει την τεράστια έκταση της φοροεπιδρομής, ειδικά στην λαϊκή ιδιοκτησία. Βέβαια ο ίδιος ο νόμος υπολογίζει την τελική είσπραξη από τον φόρο στα 2.4 δις πράγμα που αποτελεί έμμεση παραδοχή της αδυναμίας σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας να τον καταβάλει.

Έτσι λοιπόν από εδώ και  πέρα σύμφωνα με μια κλίμακα η οποία ξεκινάει από τα 2 ευρώ ανά τετραγωνικό και αυξάνεται μέχρι τα 13 καλείται  κόσμος να πληρώσει ουσιαστικά ενοίκιο στο κράτος για το σπίτι που έχει. Με βάση λοιπόν αυτά, ένα σπίτι 100 τετραγωνικών σε μια λαϊκή περιοχή όπως το Περιστέρι, το Αιγάλεω ή η Νέα Ιωνία όπου η τεράστια πλειοψηφία των αντικειμενικών αξιών είναι στα 1400 ευρώ, έχει αντικειμενική αξία 140.000 αλλά εμπορική πολύ χαμηλότερη. Ωστόσο ο ιδιοκτήτης του θα πληρώσει 370 ευρώ για τον  ΕΝΦΙΑ, με βάση την ανύπαρκτη πλέον αντικειμενική αξία. Και αυτό το ποσό αναφέρεται σε σπίτι πάνω από 26 χρόνια ισόγειο ή στον πρώτο όροφο. Όσο πιο καινούριο είναι ένα σπίτι θα επιβαρύνεται με πρόσθετο συντελεστή παλαιότητας, και συντελεστή ορόφου. Έτσι στο παράδειγμά μας για το ίδιο σπίτι, αν είναι χτισμένο την τελευταία τετραετία και βρίσκεται στον πέμπτο όροφο, ο ΕΝΦΙΑ διαμορφώνεται στα 472 ευρώ.

Καθιερώνεται επίσης συντελεστής μονοκατοικίας πράγμα που σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν των κτισμάτων στα χωριά θα φορολογούνται με μεγαλύτερο συντελεστή.  Και όπως όπως αναφέρθηκε πιο πάνω  για κάτι το οποίο δεν αποφέρει εισόδημα, αφού, δεν προβλέπεται καμιά διαφοροποίηση με βάση τη χρήση του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για φόρο κατοχής και μάλιστα από την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας!  Ο οποιοσδήποτε σχετικά σοβαρός φιλελεύθερος αναλυτής θα έπρεπε- αν ήταν συνεπής με όσα πιστεύει - να κατακεραύνωνε την κυβέρνηση σαν τον πιο απηνή διώκτη της ιδιοκτησίας!

Εδώ θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ορισμένες ιδιαιτερότητες που αφορούν την Ελλάδα. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχει πολύ υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, που φτάνει στο 75% και μάλιστα το 60% αφορά κατοικίες που δεν αγοράστηκαν με στεγαστικά δάνεια. Υπάρχει λοιπόν ευρύ πεδίο εφαρμογής μιας φορομπηχτικής πολιτικής. Με βάση λοιπόν την παραπάνω διαπίστωση διαμορφώνεται ένα καινούριο πεδίο άντλησης εσόδων που έμενε «αναξιοποίητο» τόσα χρόνια. Βέβαια εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι και σε παλαιότερες εποχές η ιδιοικτησία φορολογούνταν. Με μια διαφορά. Υπήρχε ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας ο οποίος αφορούσε την πραγματικά μεγάλη ακίνητη περιουσία, αποκλείοντας έτσι με αυτό τον τρόπο την πλειοψηφία του κόσμου που απλά είχε ένα σπίτι στην πόλη και ένα στο χωριό σαν κληρονομιά από τους γονείς του.  Αυτός όμως ο φόρος καταργήθηκε και σήμερα αντικαθίσταται με τον ΕΝΦΙΑ, όπου δεν υπάρχει τέτοια διάκριση υπέρ των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων της κοινωνίας.

Αντίθετα υπάρχει σαφής διάκριση υπέρ των πλουσίων.  Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι σε ποσοστιαία αναλογία ο φόρος που τελικά θα πληρώσει ο ιδιοκτήτης του παραδείγματός μας είναι μεγαλύτερος από ένα ανάλογων τετραγωνικών στο Ψυχικό, ενώ επιπροσθέτως για ιδιοκτησίες άνω των 500 τετραγωνικών προβλέπεται και συντελεστής απομείωσης, που ξεκινάει από το 0.8 και  καταλήγει στο 0,25 όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια. Η δικαιολογία που υπάρχει πως με αυτό τον τρόπο μεγάλα εργαστάσια και μονάδες παραγωγής ελαφρύνονται,  ώστε να μην δημιουργείται αντικίνητρο για την επιχειρηματική δραστηριότητα, φανερώνει τη βαθιά ταξικότητα του νόμου. Επιπλέον δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο το γεγονός πως στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και ουκ ολίγες βίλλες και επαύλεις που με αυτό τον τρόπο φορολογούνται λιγότερο από αυτό που θα τους αναλογούσε.

Τέλος προβλέπεται πρόσθετος φόρος για όσους έχουν συνολικής αξίας ιδιοκτησία άνω των 300.000 ευρώ με συντελεστή που ξεκινάει από 0,1% και φτάνει το 1% για ιδιοκτησίες αξίας άνω του 1.000.000 ευρώ. Βέβαια, η αξία αυτή μα βάση τια αντικειμενικές αξίες είναι πολύ εύκολο να ξεπεραστεί με την απλή κατοχή ενός σπιτιού στην Αθήνα και ενός στο χωριό, μαζί με κάποιο χωράφι ή οικόπεδο. Οπότε αυτός που βρίσκεται σε αυτή τη θέση θα φορολογηθεί διπλά. Μία φορά για κάθε ξεχωριστεί ιδιοκτησία του και άλλη μια φορά για το σύνολό της.

Μια επιπλέον «καινοτομία» του ΕΝΦΙΑ είναι πως -επίσης χωρίς διάκριση- επιβάλλει φόρο και στην ιδιοκτησία της γης. Και μπορεί ο Στουρνάρας κατά δήλωσή του να διάβαζε Λένιν στα νιάτα του,αλλά δεν φανταζόμαστε να υιοθέτησε ξαφνικά τις Θέσεις του Απρίλη. Στην Ελλάδα όπου κατά βάση κυριαρχεί η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία στη γη, οι αγρότες δεν κατέβαλλαν κάποιον φόρο γι’ αυτή τους την ιδιοκτησία. Εξαίρεση και εδώ αποτελούσε παλιά η πολύ μεγάλη ιδιοκτησία για την οποία υπήρχε φόρος.

Σύμφωνα με τον ΕΝΦΙΑ πλέον από το πρώτο μέτρο γης που διαθέτει κάποιος θα φορολογείται. Η κλίμακα εδώ ξεκινάει από το ένα ευρώ ανά στρέμμα, ενώ επίσης υπάρχουν και συντελεστές που επιβαρύνουν το τελικό αποτέλεσμα ανάλογα με τη χρήση της γης. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την φορολόγηση της γης πάλι επειδή κάποιος την κατέχει και όχι επειδή του αποφέρει κάποιο έσοδο. Στην περίπτωση μάλιστα των κατ’ επάγγελμα αγροτών –ειδικά των μικρών και των μεσαίων- αυτό που θα συμβεί είναι μια υπέρφορολόγησή τους, η οποία είναι πολύ δύσκολο  να πληρωθεί  και σίγουρα θα μετακυλιστεί στην τιμή του προϊόντος.

Το αποτέλέσμα θα είναι φυσικά η μαζική πώληση της γης σε μεγαλοκαρχαρίες και το ξεκλήρισμα των αγροτών, καθώς θα φορολογούνται διπλά. Τόσο  για την κατοχή της γης όσο  και για το εισόδημα που αυτή τους αποφέρει. Μάλιστα σύμφωνα με την προσφιλή μέθοδο των κυβερνώντων και των παπαγαλακιών τους στα ΜΜΕ, η φορολόγηση της αγροτικής γης πλασαρίστηκε ως ελάφρυνση της φορολόγησης της κατοικίας , παρουσιάζοντας ότι το συνολικό ποσό του φόρου που πρέπει να εισπραχτεί είναι δεδομένο, άρα ότι υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα για τη μοιρασιά ανάμεσα στην αγροτιά και τους κατοίκους της πόλης. 

Τέλος θα πρέπει να σχολιαστεί, η κοροϊδία των υποτιθέμενων ελαφρυντικών διατάξεων για όποιον βρίσκεται σε αδυναμία να πληρώσει λόγω πχ ανεργίας. Υποτίθεται πως σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου υπό προϋποθέσεις  μπορεί κάποιος να τύχει έκπτωση 50% του φόρου και σε ορισμένες περιπτώσεις 100%. Τα κριτήρια είναι «κατά συρροή» δηλαδή πρέπει να ισχύουν όλα ταυτόχρονα. Για παράδειγμα πρέπει το οικογενειακό εισόδημα να μην ξεπερνάει τις 9.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 1.000 για τη σύζυγο και κάθε προστατευόμενο μέλος, το σύνολο των κτισμάτων που κατέχουν να μην ξεπερνάει τα 150 τετραγωνικά και να μην έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί προς το Δημόσιο ή προς τα ασφαλιστικά ταμεία.

Οι διατάξεις αυτές με τον τρόπο που τίθενται αποκλείουν σχεδόν τους πάντες. Αν κάποιος για παράδειγμα έχει 8000 εισόδημα και σπίτι 100 τετραγωνικών, μόνο από τα τεκμήρια πρέπει να φορολογηθεί για εισόδημα 9500 χιλιιάδων ευρώ, άρα αποκλείεται από την έκπτωση. Το ίδιο σε μεγαλύτερο βαθμό ασφαλώς ισχύει για την διάταξη με τις οφειλές καθώς, η φοροεπιδρομή που βρίσκεται σε εξέλιξη έχει οδηγήσει –ειδικά τα λαϊκά στρώματα- αλλά και τους μικρούς μαγαζάτορες σε αδυναμία πληρωμής των υπέρμετρων φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν δημιουργηθεί.

Είναι προφανές πως η απλή εναντίωση στον ΕΝΦΙΑ δεν αρκεί. Άλλωστε είναι τόσο εξόφθαλμα ταξικός και φοροεισπραχτικός, που σαν γεγονός από μόνο του αρκεί για να είναι κανείς αντίθετος. Το θέμα είναι αν έχουμε επαρκές πλαίσιο αναφοράς από την πλευρά μας, ώστε να μπορούμε αβίαστα να απαντήσουμε σε πτυχές των ερωτημάτων που προκύπτουν όπως: Το λαϊκό κίνημα είναι αντίθετο στη φορολόγηση της κατοικίας γενικά ή από κάποιο όριο και κάτω; Και αν ναι, ποιό είναι αυτό το όριο; Θα αρκεστούμε στην «αντικειμενική» αποτίμηση ή τα κριτήριά  μας θα είναι  άλλου τύπου, πχ κάλυψη των οικογενειακών αναγκών; Το ίδιο ισχύει και για τη γη;

Επιπλέον η διάκριση που θα πρέπει να γίνεται για το κτίριο δεν πρέπει να αφορά τη χρήση του; Για παράδειγμα αλλιώς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η πρώτη κατοικία και αλλιώς κάποια άλλη και η δυνατότητα να αποφέρει στον ιδιοκτήτη της έσοδα;

Μάκης Βάσιλας, λογιστής